Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερώτηση οι ερωτήσεις
      γενική της ερώτησης* των ερωτήσεων
    αιτιατική την ερώτηση τις ερωτήσεις
     κλητική ερώτηση ερωτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερωτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερώτηση < αρχαία ελληνική ἐρώτησις < ἐρωτῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερώτηση θηλυκό

  1. η πράξη ή το αποτέλεσμα του να ρωτάμε
  2. η ερωτηματική πρόταση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  1. ερώτημα
  2. ερωτηματικό
  3. ερωτηματολόγιο
  4. ρωτάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία