Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατηρώ < αρχαία ελληνική παρατηρέω / παρατηρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική observer)

  Ρήμα επεξεργασία

παρατηρώ (παθητική φωνή: παρατηρούμαι)

  1. κοιτάζω με προσοχή και για αρκετή ώρα κάτι με σκοπό να καταλάβω ή να μάθω κάτι
  2. αντιλαμβάνομαι κάτι, π.χ. μια αλλαγή, σημειώνω
    παρατήρησες την αλλαγή στις συνήθειές του τελευταία;
  3. διατυπώνω ένα σχόλιο, σημειώνω
    θα ήθελα να παρατηρήσω ότι στην επιχειρηματολογία σας δε λάβατε υπόψη τα εξής ...
  4. κάνω παρατήρηση σε κάποιον, επιτιμώ, μαλώνω
    η δασκάλα τον παρατήρησε για τη συμπεριφορά του

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία