επιτιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτιμώ < αρχαία ελληνική ἐπιτιμάω / ἐπιτιμῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεπιτιμώ (παθητική φωνή: επιτιμώμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- επιτίμηση
- επιτιμητικά
- επιτιμητικός
- επιτιμητικώς
- → δείτε τις λέξεις επί και τιμώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιτιμάω - επιτιμώ | επιτιμούσα | θα επιτιμάω - επιτιμώ | να επιτιμάω - επιτιμώ | επιτιμώντας | |
β' ενικ. | επιτιμάς | επιτιμούσες | θα επιτιμάς | να επιτιμάς | επιτίμα - επιτίμαγε | |
γ' ενικ. | επιτιμάει - επιτιμά | επιτιμούσε | θα επιτιμάει - επιτιμά | να επιτιμάει - επιτιμά | ||
α' πληθ. | επιτιμάμε - επιτιμούμε | επιτιμούσαμε | θα επιτιμάμε - επιτιμούμε | να επιτιμάμε - επιτιμούμε | ||
β' πληθ. | επιτιμάτε | επιτιμούσατε | θα επιτιμάτε | να επιτιμάτε | επιτιμάτε | |
γ' πληθ. | επιτιμάν(ε) - επιτιμούν(ε) | επιτιμούσαν(ε) | θα επιτιμάν(ε) - επιτιμούν(ε) | να επιτιμάν(ε) - επιτιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιτίμησα | θα επιτιμήσω | να επιτιμήσω | επιτιμήσει | ||
β' ενικ. | επιτίμησες | θα επιτιμήσεις | να επιτιμήσεις | επιτίμα - επιτίμησε | ||
γ' ενικ. | επιτίμησε | θα επιτιμήσει | να επιτιμήσει | |||
α' πληθ. | επιτιμήσαμε | θα επιτιμήσουμε | να επιτιμήσουμε | |||
β' πληθ. | επιτιμήσατε | θα επιτιμήσετε | να επιτιμήσετε | επιτιμήστε | ||
γ' πληθ. | επιτίμησαν επιτιμήσαν(ε) |
θα επιτιμήσουν(ε) | να επιτιμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιτιμήσει | είχα επιτιμήσει | θα έχω επιτιμήσει | να έχω επιτιμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιτιμήσει | είχες επιτιμήσει | θα έχεις επιτιμήσει | να έχεις επιτιμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιτιμήσει | είχε επιτιμήσει | θα έχει επιτιμήσει | να έχει επιτιμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιτιμήσει | είχαμε επιτιμήσει | θα έχουμε επιτιμήσει | να έχουμε επιτιμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιτιμήσει | είχατε επιτιμήσει | θα έχετε επιτιμήσει | να έχετε επιτιμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιτιμήσει | είχαν επιτιμήσει | θα έχουν επιτιμήσει | να έχουν επιτιμήσει |
|