criticize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | criticize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | criticizes |
αόριστος | criticized |
παθητική μετοχή | criticized |
ενεργητική μετοχή | criticizing |
Ρήμα
επεξεργασίαcriticize (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επικρίνω, κατακρίνω, εκφράζω δυσμενή κρίση για κάποιον ή για κάτι
- ↪ You are constantly criticizing everything I do.
- Διαρκώς επικρίνεις καθετί που κάνω.
- ↪ He likes to judge and criticize everyone.
- Του αρέσει να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες.
- ↪ Don’t rush to criticize me, listen to me first.
- Μη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.
- ↪ You are constantly criticizing everything I do.