denounce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | denounce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | denounces |
αόριστος | denounced |
παθητική μετοχή | denounced |
ενεργητική μετοχή | denouncing |
Ρήμα
επεξεργασίαdenounce (en)
ενεστώτας | denounce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | denounces |
αόριστος | denounced |
παθητική μετοχή | denounced |
ενεργητική μετοχή | denouncing |
denounce (en)