αποκηρύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκηρύσσω < (ελληνιστική κοινή) ἀποκηρύσσω
Ρήμα
επεξεργασίααποκηρύσσω θηλυκό (παθητική φωνή: αποκηρύσσομαι)
- απομακρύνω κάποιον από το σώμα θεσμού, οργάνωσης, ομάδας συνήθως λόγω θεμελιώδους ιδεολογικής διαφωνίας (ή διότι το άτομο αυτό δεν αποδέχεται τον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης και τις μεθόδους της ηγεσίας)
- απαρνιέμαι απόψεις, πεποιθήσεις κ.λπ. και -ενδεχομένως- τις αποδοκιμάζω
- (νομικός όρος) (δημόσια και επίσημα) απαρνιέμαι τέκνο
- ≈ συνώνυμα: αποκληρώνω
- ≠ αντώνυμα: αναγνωρίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποκηρυγμένος
- αποκήρυξη
- → δείτε τις λέξεις από, κηρύσσω και κήρυκας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκηρύσσω | αποκήρυσσα | θα αποκηρύσσω | να αποκηρύσσω | αποκηρύσσοντας | |
β' ενικ. | αποκηρύσσεις | αποκήρυσσες | θα αποκηρύσσεις | να αποκηρύσσεις | αποκήρυσσε | |
γ' ενικ. | αποκηρύσσει | αποκήρυσσε | θα αποκηρύσσει | να αποκηρύσσει | ||
α' πληθ. | αποκηρύσσουμε | αποκηρύσσαμε | θα αποκηρύσσουμε | να αποκηρύσσουμε | ||
β' πληθ. | αποκηρύσσετε | αποκηρύσσατε | θα αποκηρύσσετε | να αποκηρύσσετε | αποκηρύσσετε | |
γ' πληθ. | αποκηρύσσουν(ε) | αποκήρυσσαν αποκηρύσσαν(ε) |
θα αποκηρύσσουν(ε) | να αποκηρύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκήρυξα | θα αποκηρύξω | να αποκηρύξω | αποκηρύξει | ||
β' ενικ. | αποκήρυξες | θα αποκηρύξεις | να αποκηρύξεις | αποκήρυξε | ||
γ' ενικ. | αποκήρυξε | θα αποκηρύξει | να αποκηρύξει | |||
α' πληθ. | αποκηρύξαμε | θα αποκηρύξουμε | να αποκηρύξουμε | |||
β' πληθ. | αποκηρύξατε | θα αποκηρύξετε | να αποκηρύξετε | αποκηρύξτε | ||
γ' πληθ. | αποκήρυξαν αποκηρύξαν(ε) |
θα αποκηρύξουν(ε) | να αποκηρύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκηρύξει | είχα αποκηρύξει | θα έχω αποκηρύξει | να έχω αποκηρύξει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκηρύξει | είχες αποκηρύξει | θα έχεις αποκηρύξει | να έχεις αποκηρύξει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκηρύξει | είχε αποκηρύξει | θα έχει αποκηρύξει | να έχει αποκηρύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκηρύξει | είχαμε αποκηρύξει | θα έχουμε αποκηρύξει | να έχουμε αποκηρύξει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκηρύξει | είχατε αποκηρύξει | θα έχετε αποκηρύξει | να έχετε αποκηρύξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκηρύξει | είχαν αποκηρύξει | θα έχουν αποκηρύξει | να έχουν αποκηρύξει |
|