αποκηρυγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκηρυγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκηρύσσω
Μετοχή επεξεργασία
αποκηρυγμένος, -η, -ο
- έχω αποκηρυχτεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποκηρύσσω και κήρυκας
αποκηρυγμένος, -η, -ο