δημόσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημόσια < δημόσιος
Επίρρημα
επεξεργασίαδημόσια και δημοσίως και δημοσία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδημόσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δημόσιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δημόσιος