Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοσίως. Συγχρονικά αναλύεται σε δημόσι(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

δημοσίως

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσίως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δημόσι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

δημοσίως

  Πηγές επεξεργασία