publicly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | publicly |
συγκριτικός | more publicly |
υπερθετικός | most publicly |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
publicly (en)
- δημόσια, κρατικά, από το κράτος
The research is publicly funded.
- Η έρευνα χρηματοδοτείται δημόσια.
Education is provided publicly (=by the state) in the country.
- Η εκπαίδευση παρέχεται κρατικά στη χώρα.
The company is publicly owned (=is state-owned), but operates independently.
- Η εταιρεία ανήκει κρατικά, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητα.
- δημόσια, μπροστά σε κοινό, με ανοιχτό και δημόσιο τρόπο
- για τη χρήση του κοινού γενικότερα
They have publicly accessible libraries.
- Έχουν βιβλιοθήκες προσβάσιμες στο κοινό.