Ετυμολογία

επεξεργασία
σχετικά < σχετικός +

Επίρρημα

επεξεργασία

σχετικά

  1. σε σχέση με κάτι ή κάποιον
  2. συγκριτικά με κάτι ή κάποιον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχετικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία