Ετυμολογία

επεξεργασία
relatively < relative + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

relatively (en)

  • σχετικά
    ⮡  I bought it relatively cheap.
    Το αγόρασα σχετικά φθηνά.
    ⮡  Today was relatively cool compared to yesterday.
    Σήμερα είχαμε σχετική δροσιά σε σύγκριση με τη χτεσινή μέρα.
    ⮡  Today we had relatively good weather.
    Σήμερα είχαμε σχετική καλοκαιρία.