Επίθετο

επεξεργασία

relative (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. συγκριτικός, που εξετάζεται και κρίνεται στη σύγκριση με κάτι άλλο
    ⮡  the relative advantages of the two methods - τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των δύο μεθόδων
  2. (γραμματική) αναφορικός
    ⮡  relative clauses/pronouns - αναφορικές προτάσεις/αντωνυμίες
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σχετικός, όχι απόλυτος, που έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα μόνο όταν συγκρίνεται με κάτι άλλο
    ⮡  relative humidity - σχετική υγρασία
    ⮡  a relative majority - σχετική πλειοψηφία
    ⮡  They live in relative comfort.
    Έχουν μια σχετική άνεση.
    ⮡  Wealth and poverty are relative concepts.
    Ο πλούτος και η φτώχεια είναι έννοιες σχετικές.
    ⮡  The president rang the bell and there was relative silence.
    Ο πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι και επικράτησε σχετική ησυχία.
    ⮡  Everything is relative.
    Όλα είναι σχετικά.
     αντώνυμα: absolute
  4. σχετικός με, σε σχέση με κάτι, σε σύγκριση με κάτι
    ⮡  Payment will be relative to the quality of the work.
    Η πληρωμή θα είναι σχετική με την ποιότητα της εργασίας.
    ⮡  Greece had slower growth relative to other European countries.
    Η Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
    ⮡  It’s expensive relative to mine.
    Είναι ακριβό σε σύγκριση με το δικό μου.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
relative relatives

relative (en)

  • ο/η συγγενής
    ⮡  a relative by marriage/by blood - συγγενής εξ αγχιστείας/εξ αίματος
    ⮡  a close/distant relative - στενός/μακρινός συγγενής
    ⮡  He is not my relative.
    Δεν είναι συγγενής μου.
     συνώνυμα: relation

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη relate



  Ετυμολογία

επεξεργασία
relative < relativ- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

relative (eo)