relative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrelative (en) (χωρίς παραθετικά)
- (γραμματική) αναφορικός
- σχετικός με κάτι
- σχετικός, όχι απόλυτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
relative | relatives |
relative (en)
- ο/η συγγενής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη relate
Πηγές
επεξεργασία- relative (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- relative (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαrelative (eo)