relative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrelative (en) (χωρίς παραθετικά)
- συγκριτικός, που εξετάζεται και κρίνεται στη σύγκριση με κάτι άλλο
- ⮡ the relative advantages of the two methods - τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των δύο μεθόδων
- (γραμματική) αναφορικός
- ⮡ relative clauses/pronouns - αναφορικές προτάσεις/αντωνυμίες
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σχετικός, όχι απόλυτος, που έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα μόνο όταν συγκρίνεται με κάτι άλλο
- ⮡ relative humidity - σχετική υγρασία
- ⮡ a relative majority - σχετική πλειοψηφία
- ⮡ They live in relative comfort.
- Έχουν μια σχετική άνεση.
- ⮡ Wealth and poverty are relative concepts.
- Ο πλούτος και η φτώχεια είναι έννοιες σχετικές.
- ⮡ The president rang the bell and there was relative silence.
- Ο πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι και επικράτησε σχετική ησυχία.
- ⮡ Everything is relative.
- Όλα είναι σχετικά.
- ≠ αντώνυμα: absolute
- σχετικός με, σε σχέση με κάτι, σε σύγκριση με κάτι
- ⮡ Payment will be relative to the quality of the work.
- Η πληρωμή θα είναι σχετική με την ποιότητα της εργασίας.
- ⮡ Greece had slower growth relative to other European countries.
- Η Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
- ⮡ It’s expensive relative to mine.
- Είναι ακριβό σε σύγκριση με το δικό μου.
- ⮡ Payment will be relative to the quality of the work.
Σύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
relative | relatives |
relative (en)
- ο/η συγγενής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη relate
Πηγές
επεξεργασία- relative (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- relative (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαrelative (eo)