relative
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
relative (en)
- (γραμματική) αναφορικός
- σχετικός με κάτι
- σχετικός, όχι απόλυτος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
relative (en)
Επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
relative (eo)