αναφορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναφορικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναφορικός
Επίθετο
επεξεργασίααναφορικός
- ο σχετικός με κάτι
- (γραμμ) που εισάγεται με αναφορική πρόθεση, που δηλώνει αναφορά, που αναφέρεται σε κάτι
- αναφορική πρόταση, αντωνυμία, αναφορικό επίρρημα, αναφορικός σύνδεσμος
- που αναφέρει απλά, πληροφορεί, περιγράφει
- αναφορική γλώσσα σε αντιδιαστολή προς την ποιητική, συναισθηματική, θυμική
- 0 αναφορικός λόγος αναπαριστά πρόσωπα, πράγματα, συμβάντα, καταστάσεις (σε αντιδαστολή προς τον κατευθυντικό που έμμεσα καθοδηγεί)