Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατευθυντικός η κατευθυντική το κατευθυντικό
      γενική του κατευθυντικού της κατευθυντικής του κατευθυντικού
    αιτιατική τον κατευθυντικό την κατευθυντική το κατευθυντικό
     κλητική κατευθυντικέ κατευθυντική κατευθυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατευθυντικοί οι κατευθυντικές τα κατευθυντικά
      γενική των κατευθυντικών των κατευθυντικών των κατευθυντικών
    αιτιατική τους κατευθυντικούς τις κατευθυντικές τα κατευθυντικά
     κλητική κατευθυντικοί κατευθυντικές κατευθυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατευθυντικός < κατευθύν(ω) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική idirectional

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.te.fθin.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τευ‐θυ‐ντι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κατευθυντικός

  • (τεχνολογία) που κατευθύνει την ενέργεια για την οποία είναι προγραμματισμένος
    ※  αξιοποιούμε την τεχνική του διαχεόμενου φωτός (diffused light) το οποίο καλύπτει σχετικά μεγάλη περιοχή με ασαφή δέσμη φωτός δημιουργώντας απαλές σκιές, το κατευθυντικό (directional light) που φωτίζει σχετικά μικρή περιοχή με ευδιάκριτη δέσμη φωτός δημιουργεί δύσκαμπτες και σαφώς έντονες σκιές
    Κολισίκας, Σέργιος. Πτυχιακή εργασία (.pdf, σελ.43), Ρέθυμνο: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, 2014.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κατευθύνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία