↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναισθηματικός η συναισθηματική το συναισθηματικό
      γενική του συναισθηματικού της συναισθηματικής του συναισθηματικού
    αιτιατική τον συναισθηματικό τη συναισθηματική το συναισθηματικό
     κλητική συναισθηματικέ συναισθηματική συναισθηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναισθηματικοί οι συναισθηματικές τα συναισθηματικά
      γενική των συναισθηματικών των συναισθηματικών των συναισθηματικών
    αιτιατική τους συναισθηματικούς τις συναισθηματικές τα συναισθηματικά
     κλητική συναισθηματικοί συναισθηματικές συναισθηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναισθηματικός < συναίσθημα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sentimental[1] [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

συναισθηματικός

  1. που έχει σχέση με διάφορα συναισθήματα, αναφέρεται σ’ αυτά ή προκαλείται απ’ αυτά
  2. (για πρόσωπα) που έχει διάφορα θετικά συναισθήματα κι ευαισθησίες
  3. (ουσιαστικοποιημένο) συναισθηματικά: τα αισθηματικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συναισθηματικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. συναισθηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας