émotif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émotif | émotifs |
θηλυκό | émotive | émotives |
émotif (fr)
- σχετικός με τη συγκίνηση
- ευσυγκίνητος, που έχει τάση να αισθάνεται έντονα τις συγκινήσεις