συναίσθημα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συναίσθημα < ελληνιστική κοινή συναίσθημα < συναισθάνομαι < συν- + αἰσθάνομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ˈnɛs.θi.ma/
- συλλαβισμός : συ‐ναί‐σθη‐μα
- παλαιός συλλαβισμός : συν‐αί‐σθη‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συναίσθημα ουδέτερο
- Συναίσθημα είναι η ευάρεστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που συνοδεύεται από ελαφριές μεταβολές των λειτουργιών του οργανισμού και είναι αποτέλεσμα κάποιου γεγονότος ή εμπειρίας.
- (νευροεπιστήμη) αλλοστατική νευροενδοκρινολογική απόκριση διάθεσης και νευρικών δικτύων με επίπτωση στην συμπεριφορά