πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συναίσθημα τα συναισθήματα
      γενική του συναισθήματος των συναισθημάτων
    αιτιατική το συναίσθημα τα συναισθήματα
     κλητική συναίσθημα συναισθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈne.sθi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναίσθημα
παλιότερος συλλαβισμός: συναίσθημα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναίσθημα ουδέτερο

  • (ψυχολογία) η ψυχική κατάσταση, ευχάριστη ή δυσάρεστη που συνδέεται με τα αισθήματα (τις εντυπώσεις που έχουμε απ' τις αισθήσεις μας) ή σκέψεις
      το αίσθημα της γλυκιάς της μυρωδιάς, που έδινε πάντα το συναίσθημα της ασφάλειας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία