ενικός         πληθυντικός  
sentiment sentiments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sentiment (en)

  • το αίσθημα, η γνώμη του κοινωνικού συνόλου για κάτι
    ⮡  Injustices that offend the public sentiment.
    Aδικίες που προσβάλλουν το κοινό αίσθημα.
     συνώνυμα: feelings



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sentiment sentiments

sentiment (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία