sentimental
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsentimental (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sentimental | sentimentals |
Επίθετο
επεξεργασίαsentimental (fr) αρσενικό
sentimental (en)
ενικός | πληθυντικός |
sentimental | sentimentals |
sentimental (fr) αρσενικό