Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός feeling
συγκριτικός more feeling
υπερθετικός most feeling

feeling (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
feeling feelings

feeling (en)

  1. η αίσθηση, το αίσθημα, το συναίσθημα, κάτι που νιώθω μέσα από το μυαλό ή με τις αισθήσεις
    ⮡  He cannot stand the feeling of cold water on his back.
    Δεν αντέχει την αίσθηση του κρύου νερού στην πλάτη.
    ⮡  a feeling of hunger - αίσθημα πείνας
    ⮡  He has no feeling of humor/shame/responsibility.
    Δεν έχει αίσθημα χιούμορ/ντροπής/ευθύνης.
    ⮡  I was filled with a feeling of gratitude.
    Με πλημμύρισε ένα συναίσθημα ευγνωμοσύνης.
    ⮡  I have a wonderful feeling of calmness.
    Έχω ένα υπέροχο συναίσθημα ηρεμίας.
     συνώνυμα:  sensation και sense
  2. (μόνο πληθυντικός) τα αισθήματα, τα συναισθήματα ενός ατόμου παρά τις σκέψεις ή τις ιδέες του
    ⮡  Do not let your feelings guide your actions.
    Μην αφήνεις να σε κατευθύνουν τα αισθήματά σου.
    ⮡  In business there is no place for feelings.
    Στο εμπόριο δεν υπάρχει χώρος για συναισθήματα.
    ⮡  I hurt someone's feelings.
    Πληγώνω τα αισθήματα κάποιου.
     συνώνυμα: emotions
  3. το προαίσθημα, η ιδέα ή η πεποίθηση ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι αληθινό ή μια συγκεκριμένη κατάσταση είναι πιθανό να συμβεί
    ⮡  I got a lottery ticket because I had a good feeling.
    Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
    ⮡  I have a good/bad feeling.
    Έχω ένα καλό/κακό προαίσθημα.
  4. (μη μετρήσιμο, πληθυντικός) το αίσθημα, η συμπάθεια ή αγάπη για κάποιον ή κάτι
    ⮡  There are feelings between them.
    Υπάρχει αίσθημα μεταξύ τους.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

feeling (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
feeling < αγγλική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

feeling (fr) αρσενικό

jouer d'un instrument au feeling - παίζω ένα μουσικό όργανο ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής / ανάλογα με τις αισθήσεις που μου προκαλεί