Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευαίσθητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Εκφράσεις
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευαίσθητ
ος
η
ευαίσθητ
η
το
ευαίσθητ
ο
γενική
του
ευαίσθητ
ου
της
ευαίσθητ
ης
του
ευαίσθητ
ου
αιτιατική
τον
ευαίσθητ
ο
την
ευαίσθητ
η
το
ευαίσθητ
ο
κλητική
ευαίσθητ
ε
ευαίσθητ
η
ευαίσθητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευαίσθητ
οι
οι
ευαίσθητ
ες
τα
ευαίσθητ
α
γενική
των
ευαίσθητ
ων
των
ευαίσθητ
ων
των
ευαίσθητ
ων
αιτιατική
τους
ευαίσθητ
ους
τις
ευαίσθητ
ες
τα
ευαίσθητ
α
κλητική
ευαίσθητ
οι
ευαίσθητ
ες
ευαίσθητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευαίσθητος
<
αρχαία ελληνική
εὐαίσθητος
(
(
σημασιολογικό δάνειο
)
γαλλική
sensible
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
eˈve.sθi.tos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ευαίσθητος
, -η, -ο
που
έχει
πάρα πολύ αναπτυγμένες τις
αισθήσεις
του
Εκφράσεις
επεξεργασία
αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές
Συγγενικά
επεξεργασία
απευαισθητοποίηση
απευαισθητοποιώ
ευαισθησία
ευαισθητοποίηση
ευαισθητοποιώ
ραδιοευαισθησία
υπεραισθησία
υπερευαισθησία
υπερευαίσθητος
φωτοευαισθησία
φωτοευαίσθητος
→
δείτε
τις
λέξεις
ευ
και
αισθάνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευαίσθητος
αγγλικά
:
sensitive
(en)
γαλλικά
:
sensible
(fr)
γερμανικά
:
empfindlich
(de)
πολωνικά
:
czuły
(pl)