πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοευαισθησία οι φωτοευαισθησίες
      γενική της φωτοευαισθησίας των φωτοευαισθησιών
    αιτιατική τη φωτοευαισθησία τις φωτοευαισθησίες
     κλητική φωτοευαισθησία φωτοευαισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτοευαισθησία θηλυκό

  1. η ευαισθησία που έχει κάποιος ή κάτι στο φως
  2. (ειδικότερα, ιατρική) η ασυνήθιστη ή μεγάλη δερματική ευαισθησία στην υπεριώδη ακτινοβολία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 φωτοευαισθησία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)