φωτοευαισθησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φωτοευαισθησία < φωτο- + ευαισθησία ((ιατρική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική photosensitivity[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική photosensibilité[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φωτοευαισθησία θηλυκό
- η ευαισθησία που έχει κάποιος ή κάτι στο φως
- (ειδικότερα, ιατρική) η ασυνήθιστη ή μεγάλη δερματική ευαισθησία στην υπεριώδη ακτινοβολία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φωτοευαισθησία
- 1 2 φωτοευαισθησία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)