φωτο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωτο- (φῶς, τοῦ φωτός). Για τους σύγχρονους όρους και την τέχνη της φωτογραφίας, λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία photo-.[1]
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαφωτο-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει σχέση με
- το φως
- εναλλακτικές μορφές: φωτό-, φωτ-
- την τέχνη της φωτογραφίας ή της φωτογράφισης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φωτο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας