Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτογένεια οι φωτογένειες
      γενική της φωτογένειας των φωτογενειών
    αιτιατική τη φωτογένεια τις φωτογένειες
     κλητική φωτογένεια φωτογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτογένεια < φωτογενής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτογένεια θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)

  1. η ιδιότητα κάποιου να βγαίνει όμορφος στις φωτογραφίες, ίσως και πιο όμορφος από την πραγματικότητα
    φαίνεσαι πολύ ωραίος σε αυτές τις φωτογραφίες, νομίζω ότι έχεις φωτογένεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία