φωτομοντέλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτομοντέλο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Fotomodell[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική fotomodello[1] < αρχαία ελληνική φάος + λατινική modulus < modus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτομοντέλο ουδέτερο
- (επάγγελμα) μοντέλο που ποζάρει για φωτογραφίες, που θα χρησιμοποιηθούν στη διαφήμιση ρούχων ή άλλων προϊόντων
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτομοντέλο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 φωτομοντέλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φωτομοντέλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας