Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποζάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική posare

  Ρήμα επεξεργασία

ποζάρω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ποζάρω πόζαρα θα ποζάρω να ποζάρω ποζάροντας
β' ενικ. ποζάρεις πόζαρες θα ποζάρεις να ποζάρεις πόζαρε
γ' ενικ. ποζάρει πόζαρε θα ποζάρει να ποζάρει
α' πληθ. ποζάρουμε ποζάραμε θα ποζάρουμε να ποζάρουμε
β' πληθ. ποζάρετε ποζάρατε θα ποζάρετε να ποζάρετε ποζάρετε
γ' πληθ. ποζάρουν(ε) πόζαραν
ποζάραν(ε)
θα ποζάρουν(ε) να ποζάρουν(ε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία