ποζάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποζάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική posare
Ρήμα επεξεργασία
ποζάρω
- παραμένω ακίνητος σύμφωνα με τις οδηγίες ενός φωτογράφου ή ενός ζωγράφου
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | ποζάρω | πόζαρα | θα ποζάρω | να ποζάρω | ποζάροντας | |
β' ενικ. | ποζάρεις | πόζαρες | θα ποζάρεις | να ποζάρεις | πόζαρε | |
γ' ενικ. | ποζάρει | πόζαρε | θα ποζάρει | να ποζάρει | ||
α' πληθ. | ποζάρουμε | ποζάραμε | θα ποζάρουμε | να ποζάρουμε | ||
β' πληθ. | ποζάρετε | ποζάρατε | θα ποζάρετε | να ποζάρετε | ποζάρετε | |
γ' πληθ. | ποζάρουν(ε) | πόζαραν ποζάραν(ε) |
θα ποζάρουν(ε) | να ποζάρουν(ε) |