μοντέλο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοντέλο | τα | μοντέλα |
γενική | του | μοντέλου | των | μοντέλων |
αιτιατική | το | μοντέλο | τα | μοντέλα |
κλητική | μοντέλο | μοντέλα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μοντέλο ουδέτερο
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μοντέλο στη Βικιπαίδεια