μοντελοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοντελοποίηση | οι | μοντελοποιήσεις |
γενική | της | μοντελοποίησης | των | μοντελοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μοντελοποίηση | τις | μοντελοποιήσεις |
κλητική | μοντελοποίηση | μοντελοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μοντελοποίηση < αγγλική modelling ή γαλλική modélisation. Μορφολογικά αναλύεται σε μοντέλο + -ποίηση.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.de.loˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ντε‐λο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοντελοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοντελοποιώ
- ※ Η μοντελοποίηση επιχειρησιακών διεργασιών αποτελεί ένα βασικό στοιχείο του Business Performance Management, ένας επιχειρησιακός όρος για την προσπάθεια των εταιρειών να διαχειριστούν τόσο τις επιχειρησιακές τους διεργασίες όσο και τα συστήματα πληροφορικής τους σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο.
- Νέο λογισμικό εταιρειών από την IBM (2 Οκτωβρίου 2004), Η Καθημερινή
- ※ Η μοντελοποίηση επιχειρησιακών διεργασιών αποτελεί ένα βασικό στοιχείο του Business Performance Management, ένας επιχειρησιακός όρος για την προσπάθεια των εταιρειών να διαχειριστούν τόσο τις επιχειρησιακές τους διεργασίες όσο και τα συστήματα πληροφορικής τους σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοντελοποίηση
Πηγές
επεξεργασία- μοντελοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)