Ετυμολογία

επεξεργασία
μοντελοποιώ < αγγλική model ή γαλλική modéliser. Μορφολογικά αναλύεται σε μοντέλο + -ποιώ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.de.lo.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐ντε‐λο‐ποι‐ώ

μοντελοποιώ

  1. (μηχανική) παρουσιάζω ένα πρόβλημα ]της μηχανικής μέσω ειδικού λογισμικού
    ※  Η Νέα Υόρκη βυθίζεται και οι ουρανοξύστες της είναι αυτοί που τη βυθίζουν. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης που μοντελοποίησε τη γεωλογία κάτω από την πόλη σε σύγκριση με δορυφορικά δεδομένα που δείχνουν ότι το αποτύπωμά της καταρρέει στη Γη.
    Οι ουρανοξύστες... βυθίζουν τη Νέα Υόρκη: «Καμπανάκι» επιστημόνων για την πόλη των 8 εκατομμυρίων - Τι δείχνει νέα έρευνα (18 Μαΐου 2023), Έθνος
  2. (γενικότερα) παρουσιάζω κάποιο φαινόμενο μέσω μοντέλου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μοντελοποιώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)