μοντελοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.de.lo.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ντε‐λο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαμοντελοποιώ
- (μηχανική) παρουσιάζω ένα πρόβλημα ]της μηχανικής μέσω ειδικού λογισμικού
- ※ Η Νέα Υόρκη βυθίζεται και οι ουρανοξύστες της είναι αυτοί που τη βυθίζουν. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης που μοντελοποίησε τη γεωλογία κάτω από την πόλη σε σύγκριση με δορυφορικά δεδομένα που δείχνουν ότι το αποτύπωμά της καταρρέει στη Γη.
- (γενικότερα) παρουσιάζω κάποιο φαινόμενο μέσω μοντέλου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μοντελοποιώ | μοντελοποιούσα | θα μοντελοποιώ | να μοντελοποιώ | μοντελοποιώντας | |
β' ενικ. | μοντελοποιείς | μοντελοποιούσες | θα μοντελοποιείς | να μοντελοποιείς | (μοντελοποίει) | |
γ' ενικ. | μοντελοποιεί | μοντελοποιούσε | θα μοντελοποιεί | να μοντελοποιεί | ||
α' πληθ. | μοντελοποιούμε | μοντελοποιούσαμε | θα μοντελοποιούμε | να μοντελοποιούμε | ||
β' πληθ. | μοντελοποιείτε | μοντελοποιούσατε | θα μοντελοποιείτε | να μοντελοποιείτε | μοντελοποιείτε | |
γ' πληθ. | μοντελοποιούν(ε) | μοντελοποιούσαν(ε) | θα μοντελοποιούν(ε) | να μοντελοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μοντελοποίησα | θα μοντελοποιήσω | να μοντελοποιήσω | μοντελοποιήσει | ||
β' ενικ. | μοντελοποίησες | θα μοντελοποιήσεις | να μοντελοποιήσεις | μοντελοποίησε | ||
γ' ενικ. | μοντελοποίησε | θα μοντελοποιήσει | να μοντελοποιήσει | |||
α' πληθ. | μοντελοποιήσαμε | θα μοντελοποιήσουμε | να μοντελοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | μοντελοποιήσατε | θα μοντελοποιήσετε | να μοντελοποιήσετε | μοντελοποιήστε | ||
γ' πληθ. | μοντελοποίησαν μοντελοποιήσαν(ε) |
θα μοντελοποιήσουν(ε) | να μοντελοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μοντελοποιήσει | είχα μοντελοποιήσει | θα έχω μοντελοποιήσει | να έχω μοντελοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μοντελοποιήσει | είχες μοντελοποιήσει | θα έχεις μοντελοποιήσει | να έχεις μοντελοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μοντελοποιήσει | είχε μοντελοποιήσει | θα έχει μοντελοποιήσει | να έχει μοντελοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μοντελοποιήσει | είχαμε μοντελοποιήσει | θα έχουμε μοντελοποιήσει | να έχουμε μοντελοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μοντελοποιήσει | είχατε μοντελοποιήσει | θα έχετε μοντελοποιήσει | να έχετε μοντελοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μοντελοποιήσει | είχαν μοντελοποιήσει | θα έχουν μοντελοποιήσει | να έχουν μοντελοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μοντελοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)