μηχανική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μηχανική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηχανική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μηχανικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.xa.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νι‐κή
- ομόηχο: μηχανικοί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηχανική θηλυκό
- (επιστήμη, φυσική) ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται με την κίνηση και την ισορροπία της ύλης, καθώς και τις συναφείς δυνάμεις και φυσικές ποσότητες, όπως η ενέργεια και η ορμή
- (τεχνολογία) η εφαρμογή των μαθηματικών και της φυσικής στην πράξη, για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηχανική
|
τεχνολογία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ ζητούμενο λήμμα → δείτε τη λέξη μηχανικός