↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρευστομηχανική
      γενική της ρευστομηχανικής
    αιτιατική τη ρευστομηχανική
     κλητική ρευστομηχανική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρευστομηχανική < ρευστ(ός) + -ο- μηχανική (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fluid mechanics[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mécanique des fluides[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρευστομηχανική θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ρευστομηχανικήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)