κλασική μηχανική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλασική μηχανική | ||
γενική | της | κλασικής μηχανικής | ||
αιτιατική | την | κλασική μηχανική | ||
κλητική | κλασική μηχανική | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλασική μηχανική < κλασική + μηχανική (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική classical mechanics)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακλασική μηχανική θηλυκό
- (μηχανική) κλάδος της φυσικής που μελετά την κίνηση των σωμάτων και τα αίτια αυτής της κίνησης υπό την επίδραση των δυνάμεων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλασική μηχανική