κλάδος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κλάδος | οι | κλάδοι |
γενική | του | κλάδου | των | κλάδων |
αιτιατική | τον | κλάδο | τους | κλάδους |
κλητική | κλάδε | κλάδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλάδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλάδος < κλάω. Για τις νεότερες επιστημονικές σημασίες, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική branche
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkla.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλά‐δος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλάδος αρσενικό
- (βοτανική) κλαδί
- (καθομιλουμένη) αυτόνομο τμήμα ενός συνόλου
- (κοινωνιολογία) σύνολο επαγγελματιών με συναφές αντικείμενο εργασίας
- (πληροφορική) branch:
- (σε εκτελέσιμο κώδικα) η ομάδα εντολών (block) που εκτελείται μετά από μία υποθετική εντολή (conditional statement)
- (σε σύστημα ελέγχου εκδόσεων) η αποκοπή πηγαίου κώδικα για περαιτέρω ανάπτυξη χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να παρεισφρήσουν λάθη στο δοκιμασμένο, αξιόπιστο και ενδεχομένως σε λειτουργία συνολικό λογισμικό
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ramus (αποσαφήνιση) στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιστημονικός κλάδος