Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλάδεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κλάδεμα
τα
κλαδέμα
τ
α
γενική
του
κλαδέμα
τ
ος
των
κλαδεμά
τ
ων
αιτιατική
το
κλάδεμα
τα
κλαδέμα
τ
α
κλητική
κλάδεμα
κλαδέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλάδεμα
<
κλαδεύω
+
-μα
Κλάδεμα
ψηλών δέντρων.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλάδεμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
κλαδεύω
(
μεταφορικά
) (
προφορικό
) το βίαιο
σταμάτημα
του
αντιπάλου
ποδοσφαιριστή
με
τάκλιν
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κλάδευση
αποκλάδιση
αποκλάδωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλάδεμα
αγγλικά
:
pruning
(en)
(1),
aggressive
tackle
(en)
(2)
γαλλικά
:
élagage
(fr)
,
taille
(fr)
ισπανικά
:
poda
(es)