• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κλάδεμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλάδεμα τα κλαδέματα
      γενική του κλαδέματος των κλαδεμάτων
    αιτιατική το κλάδεμα τα κλαδέματα
     κλητική κλάδεμα κλαδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κλάδεμα < κλαδεύω + -μα
Κλάδεμα ψηλών δέντρων.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλάδεμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλαδεύω
  2. (μεταφορικά) (προφορικό) το βίαιο σταμάτημα του αντιπάλου ποδοσφαιριστή με τάκλιν

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • κλάδευση
  • αποκλάδιση
  • αποκλάδωση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κλάδεμα
  • αγγλικά : pruning (en)(1), aggressive tackle (en)(2)
  • γαλλικά : élagage (fr), taille (fr)
  • ισπανικά : poda (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κλάδεμα&oldid=6522249"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Δεκεμβρίου 2023, στις 04:45

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Δεκεμβρίου 2023, στις 04:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας