κλάδεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλάδεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλαδεύω
- (μεταφορικά) (προφορικό) το βίαιο σταμάτημα του αντιπάλου ποδοσφαιριστή με τάκλιν