παραθετικά
θετικός aggressive
συγκριτικός more aggressive
υπερθετικός most aggressive

  Ετυμολογία

επεξεργασία
aggressive < aggress + -ive

  Επίθετο

επεξεργασία

aggressive (en)

  • επιθετικός
    ⮡  aggressive weapons - επιθετικά όπλα
    ⮡  aggressive policy - επιθετική πολιτική
    ⮡  I take up an aggressive attitude.
    Παίρνω επιθετική στάση.
    ⮡  Why are you so aggressive with her?
    Γιατί είσαι τόσο επιθετικός μαζί της;