aggressive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | aggressive |
συγκριτικός | more aggressive |
υπερθετικός | most aggressive |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαaggressive (en)
- επιθετικός
- ⮡ aggressive weapons - επιθετικά όπλα
- ⮡ aggressive policy - επιθετική πολιτική
- ⮡ I take up an aggressive attitude.
- Παίρνω επιθετική στάση.
- ⮡ Why are you so aggressive with her?
- Γιατί είσαι τόσο επιθετικός μαζί της;
Πηγές
επεξεργασία- aggressive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιθετικός