επιθετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιθετικός
- γενική έννοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιθετικός
- για τη γραμματική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιθετικός
- → δείτε τη λέξη ἐπιτίθημι Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + -θετικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.θe.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐θε‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεπιθετικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την επίθεση
- ↪ Πώς μπορεί ο δάσκαλος να αντιμετωπίζει την επιθετική συμπεριφορά ενός μαθητή;
- ↪ επιθετική διαφήμιση του προϊόντος στην αγορά
- ↪ Ο προπονητής της ομάδας είπε ότι οι παίκτες θα πρέπει να γίνουν πιο επιθετικοί.
- (γραμματική) που συσχετίζεται με το επίθετο
- ↪ επιθετικός προσδιορισμός, επιθετική μετοχή
- (ουσιαστικοποιημένο, αθλητισμός) ο παίκτης μιας ομάδας (ποδοσφαίρου, μπάσκετ κλπ) που παίζει κυρίως στην επίθεση, προσπαθώντας να διασπάσει την αντίπαλη άμυνα και να βάλει πόντο (γκολ, καλάθι κλπ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχετικός με την επίθεση
σχετικός με το επίθετο