agresema
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agresema | agresemaj |
αιτιατική | agreseman | agresemajn |
agresema (eo)
- li estas agresema al ĉiuj, είναι επιθετικός με όλους
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agresema | agresemaj |
αιτιατική | agreseman | agresemajn |
agresema (eo)