ἐπιθετικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐπιθετικός < ἐπιτίθημι, θέμα ἐπι-θε- + -τικός [1] → δείτε και τις λέξεις τίθημι και θετός.
- Μορφολογικά αναλύεται σε ἐπι- + -θετικός
Επίθετο επεξεργασία
ἐπιθετικός, -ή, -όν, υπερθετικός : ἐπιθετικώτατος
- που είναι έτοιμος να επιτεθεί
- γενναίος, τολμηρός
- (ελληνιστική σημασία, γραμματική) που αναφέρεται στο επίθετο
επεξεργασία
- ἐπιθετικῶς (επίρρημα)
επεξεργασία
- ↑ «επίθεση», «θέτω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- ἐπιθετικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιθετικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.