Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θετός η θετή το θετό
      γενική του θετού της θετής του θετού
    αιτιατική τον θετό τη θετή το θετό
     κλητική θετέ θετή θετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θετοί οι θετές τα θετά
      γενική των θετών των θετών των θετών
    αιτιατική τους θετούς τις θετές τα θετά
     κλητική θετοί θετές θετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θετός < ρίζα θε- του ρήματος τίθημι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeˈtos/}
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐τός

  Επίθετο επεξεργασία

θετός, -ή, -ό

  1. που ανατρέφει ένα παιδί που δεν είναι δικό του, που υιοθετεί ένα παιδί
    θετός πατέρας
  2. το παιδί που ανατρέφεται από γονείς που δεν είναι οι φυσικοί του
    θετός γιος
  3. τοποθετημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία