foster
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
foster (en)
- θετός, που προσφέρει γονική φροντίδα σε θετό παιδί
- foster father - θετός πατέρας
- θετός, που δέχεται τέτοιου είδους φροντίδα
- foster son - θετός γιος
ΡήμαΕπεξεργασία
foster (en)
foster (en)
foster (en)