γονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γονικός | η | γονική | το | γονικό |
γενική | του | γονικού | της | γονικής | του | γονικού |
αιτιατική | τον | γονικό | τη | γονική | το | γονικό |
κλητική | γονικέ | γονική | γονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γονικοί | οι | γονικές | τα | γονικά |
γενική | των | γονικών | των | γονικών | των | γονικών |
αιτιατική | τους | γονικούς | τις | γονικές | τα | γονικά |
κλητική | γονικοί | γονικές | γονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γονικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαγονικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους γονείς
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) γονική κλάση
- (βάσεις δεδομένων) γονικός πίνακας