Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τοποθετημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τοποθετημέν
ος
η
τοποθετημέν
η
το
τοποθετημέν
ο
γενική
του
τοποθετημέν
ου
της
τοποθετημέν
ης
του
τοποθετημέν
ου
αιτιατική
τον
τοποθετημέν
ο
την
τοποθετημέν
η
το
τοποθετημέν
ο
κλητική
τοποθετημέν
ε
τοποθετημέν
η
τοποθετημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τοποθετημέν
οι
οι
τοποθετημέν
ες
τα
τοποθετημέν
α
γενική
των
τοποθετημέν
ων
των
τοποθετημέν
ων
των
τοποθετημέν
ων
αιτιατική
τους
τοποθετημέν
ους
τις
τοποθετημέν
ες
τα
τοποθετημέν
α
κλητική
τοποθετημέν
οι
τοποθετημέν
ες
τοποθετημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τοποθετημένος
<
τοποθετούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
τοποθετημένος, -η, -ο
που έχει
τοποθετηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τοποθετημένος
γαλλικά
:
placé
(fr)
positionné
(fr)