Ετυμολογία

επεξεργασία
τοποθετούμαι < τοποθετώ

τοποθετούμαι

  1. με τοποθετούν (μπαίνω) σε κατάλληλη θέση
    τεχνητός πνεύμονας τοποθετήθηκε σε ασθενή
  2. προσδιορίζεται με βάση στοιχεία ότι βρίσκομαι σε έναν τόπο ή συμβαίνω σε μια χρονική στιγμή/περίοδο
    η γεωγραφική θέση της αρχαίας πόλης τοποθετείται μερικά χιλιόμετρα βόρεια του σημερινού ομώνυμου οικισμού
    η κατασκευή του οικισμού τοποθετείται στους γεωμετρικούς χρόνους
    • για έργα δημιουργικής φαντασίας
      η δράση του έργου τοποθετείται στην Αθήνα του μεσοπολέμου
  3. διορίζομαι σε θέση (ή σε τόπο όπου θα ασκήσω τα καθήκοντά μου)
    τοποθετήθηκε ο νέος διευθυντής του ιδρύματος
    ζήτησε μετάθεση και τοποθετήθηκε στο Μεσολόγγι
  4. αγοράζω μετοχές με σκοπό να αποκομίσω κάποιο κέρδος
    η εταιρία τοποθετήθηκε στον κλάδο της πληροφορικής
  5. παίρνω κάποια στάση σχετικά με ένα θέμα
    ο πρόεδρος της δημοκρατίας τοποθετήθηκε υπέρ της άμεσης λύσης του προβλήματος
  6. με κατατάσσουν σε κάποια κατηγορία
    Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (από τον δικτυακό τόπο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία