Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιτίθημι < ἐπι- + τίθημι

ἐπιτίθημι

  1. τοποθετώ κάτι επάνω σε μία επιφάνεια, επιθέτω,
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 544 (στίχοι 544-545)
    περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ | καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
    ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη | ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. επιβάλλω (π.χ. ποινή)
  3. βάζω κατάληξη, προσθέτω

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τίθημι