Δείτε επίσης: ἐπιβάλλω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβάλλω (ρίχνω επάνω) < ἐπί (επι-) + βάλλω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική imposer[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βάλ‐λω

επιβάλλω, πρτ.: επέβαλλα, στ.μέλλ.: θα επιβάλω, αόρ.: επέβαλα, παθ.φωνή: επιβάλλομαι, μτχ.π.π.: επιβεβλημένος

  1. κάνω πραγματικότητα κάτι χρησιμοποιώντας τη βία ή τη θέση ισχύος στην οποία βρίσκομαι, αναγκάζω κάποιον άλλον να πράξει σύμφωνα με τις δικές μου επιθυμίες
    οι αστυνομικές αρχές επιβάλλουν τον νόμο
    τον σεβασμό δεν τον επιβάλλεις, τον κερδίζεις
  2. θεσμοθετώ ή αποφασίζω κάτι που αποτελεί βάρος ή υποχρέωση (πχ φορολογία, πρόστιμα, ποινές)
    η κυβέρνηση επέβαλε νέους φόρους
  3. αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι το αναγκαίο
    η λογική επιβάλλει να κάνεις μια υποχώρηση
  4. (απρόσωπο) πρέπει οπωσδήποτε να
    Γιατί επιβάλλεται να ανοίξει το ζήτημα;

Συγγενικά

επεξεργασία

Και λόγιος παθητικός αόριστος γ' ενικό: επεβλήθη, γ' πληθυντικό: επεβλήθησαν
Μετοχή παθητικού παρακειμένου: επιβεβλημένος και σπανιότερα επιβλημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

  Αναφορές

επεξεργασία