necessary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | necessary |
συγκριτικός | necessarier / more necessary |
υπερθετικός | necessariest / most necessary |
Επίθετο
επεξεργασίαnecessary (en)
- απαραίτητος, αναγκαίος
- ⮡ The sun is necessary for life.
- Ο ήλιος είναι απαραίτητος για τη ζωή.
- ⮡ a necessary consequence - αναγκαίο επακόλουθο
- ⮡ You must submit everything necessary for your application to be accepted./You must submit all the necessary things for your application to be accepted.
- Πρέπει να υποβάλεις όλα τα σχετικά, για να γίνει δεκτή η αίτησή σου.
- ⮡ The sun is necessary for life.