necessitate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | necessitate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | necessitates |
αόριστος | necessitated |
παθητική μετοχή | necessitated |
ενεργητική μετοχή | necessitating |
Ρήμα
επεξεργασία- επιβάλλω, συνεπάγομαι, κάνει κάτι απαραίτητο
Πηγές
επεξεργασία- necessitate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 846. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνεπάγομαι