enforce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | enforce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enforces |
αόριστος | enforced |
παθητική μετοχή | enforced |
ενεργητική μετοχή | enforcing |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαenforce (en)
- επιβάλλω
- εφαρμόζω, θέτω σε εφαρμογή
- (παρωχημένο) ισχυροποιώ