Δείτε επίσης: θεσμοθετῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

θεσμοθετώ, αόρ.: θεσμοθέτησα, παθ.φωνή: θεσμοθετούμαι, π.αόρ.: θεσμοθετήθηκα, μτχ.π.π.: θεσμοθετημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις θεσμός και θέτω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία