Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεσμοθετώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεσμοθετώ
< (
ελληνιστική κοινή
)
θεσμοθετέω, -ῶ
<
θεσμοθέτης
<
θεσμός
+
τίθημι
Ρήμα
επεξεργασία
θεσμοθετώ
καθιερώνω
έναν νέο
θεσμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεσμοθετώ
γαλλικά
:
instituer
(fr)
,
institutionnaliser
(fr)