θεσμοθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεσμοθετώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεσμοθετῶ, κλίση θεσμοθετέω < αρχαία ελληνική θεσμοθέτης < θεσμός + -θέτης (→ δείτε τη λέξη τίθημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.zmo.θeˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐σμο‐θε.τώ
Ρήμα
επεξεργασίαθεσμοθετώ, αόρ.: θεσμοθέτησα, παθ.φωνή: θεσμοθετούμαι, π.αόρ.: θεσμοθετήθηκα, μτχ.π.π.: θεσμοθετημένος
- (νομικός όρος) καθιερώνω έναν νέο θεσμό με νόμο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις θεσμός και θέτω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- συγκρίνετε με το θεσμοποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεσμοθετώ | θεσμοθετούσα | θα θεσμοθετώ | να θεσμοθετώ | θεσμοθετώντας | |
β' ενικ. | θεσμοθετείς | θεσμοθετούσες | θα θεσμοθετείς | να θεσμοθετείς | ||
γ' ενικ. | θεσμοθετεί | θεσμοθετούσε | θα θεσμοθετεί | να θεσμοθετεί | ||
α' πληθ. | θεσμοθετούμε | θεσμοθετούσαμε | θα θεσμοθετούμε | να θεσμοθετούμε | ||
β' πληθ. | θεσμοθετείτε | θεσμοθετούσατε | θα θεσμοθετείτε | να θεσμοθετείτε | θεσμοθετείτε | |
γ' πληθ. | θεσμοθετούν(ε) | θεσμοθετούσαν(ε) | θα θεσμοθετούν(ε) | να θεσμοθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεσμοθέτησα | θα θεσμοθετήσω | να θεσμοθετήσω | θεσμοθετήσει | ||
β' ενικ. | θεσμοθέτησες | θα θεσμοθετήσεις | να θεσμοθετήσεις | θεσμοθέτησε | ||
γ' ενικ. | θεσμοθέτησε | θα θεσμοθετήσει | να θεσμοθετήσει | |||
α' πληθ. | θεσμοθετήσαμε | θα θεσμοθετήσουμε | να θεσμοθετήσουμε | |||
β' πληθ. | θεσμοθετήσατε | θα θεσμοθετήσετε | να θεσμοθετήσετε | θεσμοθετήστε | ||
γ' πληθ. | θεσμοθέτησαν θεσμοθετήσαν(ε) |
θα θεσμοθετήσουν(ε) | να θεσμοθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θεσμοθετήσει | είχα θεσμοθετήσει | θα έχω θεσμοθετήσει | να έχω θεσμοθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις θεσμοθετήσει | είχες θεσμοθετήσει | θα έχεις θεσμοθετήσει | να έχεις θεσμοθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει θεσμοθετήσει | είχε θεσμοθετήσει | θα έχει θεσμοθετήσει | να έχει θεσμοθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θεσμοθετήσει | είχαμε θεσμοθετήσει | θα έχουμε θεσμοθετήσει | να έχουμε θεσμοθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε θεσμοθετήσει | είχατε θεσμοθετήσει | θα έχετε θεσμοθετήσει | να έχετε θεσμοθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θεσμοθετήσει | είχαν θεσμοθετήσει | θα έχουν θεσμοθετήσει | να έχουν θεσμοθετήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεσμοθετούμαι | θεσμοθετούμουν | θα θεσμοθετούμαι | να θεσμοθετούμαι | θεσμοθετούμενος | |
β' ενικ. | θεσμοθετείσαι | θεσμοθετούσουν | θα θεσμοθετείσαι | να θεσμοθετείσαι | ||
γ' ενικ. | θεσμοθετείται | θεσμοθετούνταν | θα θεσμοθετείται | να θεσμοθετείται | ||
α' πληθ. | θεσμοθετούμαστε | θεσμοθετούμασταν θεσμοθετούμαστε |
θα θεσμοθετούμαστε | να θεσμοθετούμαστε | ||
β' πληθ. | θεσμοθετείστε | θεσμοθετούσασταν θεσμοθετούσαστε |
θα θεσμοθετείστε | να θεσμοθετείστε | θεσμοθετείστε | |
γ' πληθ. | θεσμοθετούνται | θεσμοθετούνταν | θα θεσμοθετούνται | να θεσμοθετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεσμοθετήθηκα | θα θεσμοθετηθώ | να θεσμοθετηθώ | θεσμοθετηθεί | ||
β' ενικ. | θεσμοθετήθηκες | θα θεσμοθετηθείς | να θεσμοθετηθείς | θεσμοθετήσου | ||
γ' ενικ. | θεσμοθετήθηκε | θα θεσμοθετηθεί | να θεσμοθετηθεί | |||
α' πληθ. | θεσμοθετηθήκαμε | θα θεσμοθετηθούμε | να θεσμοθετηθούμε | |||
β' πληθ. | θεσμοθετηθήκατε | θα θεσμοθετηθείτε | να θεσμοθετηθείτε | θεσμοθετηθείτε | ||
γ' πληθ. | θεσμοθετήθηκαν θεσμοθετηθήκαν(ε) |
θα θεσμοθετηθούν(ε) | να θεσμοθετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θεσμοθετηθεί | είχα θεσμοθετηθεί | θα έχω θεσμοθετηθεί | να έχω θεσμοθετηθεί | θεσμοθετημένος | |
β' ενικ. | έχεις θεσμοθετηθεί | είχες θεσμοθετηθεί | θα έχεις θεσμοθετηθεί | να έχεις θεσμοθετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει θεσμοθετηθεί | είχε θεσμοθετηθεί | θα έχει θεσμοθετηθεί | να έχει θεσμοθετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θεσμοθετηθεί | είχαμε θεσμοθετηθεί | θα έχουμε θεσμοθετηθεί | να έχουμε θεσμοθετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε θεσμοθετηθεί | είχατε θεσμοθετηθεί | θα έχετε θεσμοθετηθεί | να έχετε θεσμοθετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θεσμοθετηθεί | είχαν θεσμοθετηθεί | θα έχουν θεσμοθετηθεί | να έχουν θεσμοθετηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεσμοθετώ
Πηγές
επεξεργασία- θεσμοθετώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θεσμοθετώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)