Δείτε επίσης: θεσμοθετῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεσμοθετώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεσμοθετῶ, κλίση θεσμοθετέω < αρχαία ελληνική θεσμοθέτης < θεσμός + -θέτης (→ δείτε τη λέξη τίθημι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θe.zmo.θeˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐σμο‐θε.τώ

θεσμοθετώ, αόρ.: θεσμοθέτησα, παθ.φωνή: θεσμοθετούμαι, π.αόρ.: θεσμοθετήθηκα, μτχ.π.π.: θεσμοθετημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θεσμός και θέτω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία